ἐπώλησα

ἐπώλησα
πωλέω
sell
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεπουλώ — άω 1. πουλώ εξ ολοκλήρου κτήματα, πράγματα ή εμπορεύματα 2. (για έμπορο) α) εξαντλώ όλα τα εμπορεύματα β) πουλώ ορισμένα είδη σε χαμηλές τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ πωλῶ (αόρ. ἐξ επώλησα), βλ. και λ. ξ(ε) ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”